ὑποθετικοῦ

ὑποθετικοῦ
ὑποθετικός
hypothetical
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αερομεταφερόμενος — η, ο (μτχ. τού υποθετικού αερομεταφέρομαι) ο μεταφερόμενος διά τού αέρος …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος …   Dictionary of Greek

  • αργινόεις — ἀργινόεις ( εντός), εσσα, εν (Α) ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ (σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. *αργινός < αργι *… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • γερανογέφυρα — Μηχανή για την ανύψωση φορτίων και τη μεταφορά τους από ένα σημείο σε οποιοδήποτε άλλο μέσα σε περιορισμένο χώρο. Αποτελείται από μια μεταλλική κατασκευή (γέφυρα), της οποίας τα άκρα στηρίζονται σε φορείο και κυλούν πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”